πηδόν
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A blade of an oar: hence generally, oar, ἀναρρίπτειν ἅλα πηδῷ Od.7.328, cf. 13.78 ; πηδοῖσιν ἐρέσσετε A.R.4.200 ; γῆ δὲ ναυσθλωθήσεται ῥήσσοντι πηδοῖς χέρσον Lyc.1416. II in pl. πηδά, = πηδάλια, Arat.155. (Written πῆδον, also πῆδος, Hsch.)