λειχοπίναξ

Revision as of 12:39, 28 May 2024 by Spiros (talk | contribs)

Middle Liddell

λεῐχο-πίναξ, ακος,
lick-platter, Batr.

German (Pape)

[Seite 27] ακος, ὁ, Tellerlecker, Mäusename, Batrach. 100.

Greek Monolingual

λειχοπίναξ, -ακος, ὁ (Α)
(κωμική ονομασία ποντικού) αυτός που γλείφει τα πινάκια, τα πιάτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λείχ- του λείχω + πίναξ.