λειχοπίναξ

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source

Middle Liddell

λεῐχο-πίναξ, ακος, lick-platter, Batr.

German (Pape)

[Seite 27] ακος, ὁ, Tellerlecker, Mäusename, Batrach. 100.

Greek Monolingual

λειχοπίναξ, -ακος, ὁ (Α)
(κωμική ονομασία ποντικού) αυτός που γλείφει τα πινάκια, τα πιάτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λείχ- του λείχω + πίναξ.