βύβλινος
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
η, ον,
A made of βύβλος (of various kinds), ὅπλον νεὸς ἀμφιελίσσης βύβλινον Od.21.391, cf. Hdt.7.25,36; ὑποδήματα, ἱστία, Id.2.37,96; τεύχη Inscr.Prien.114.11 (i B. C.); ἐπιστολαί LXX Is.18.2 (βιβλ-) ; μας χάλα papyrus-marsh, Tab.Heracl.1.92; ζυγίδες BGU 544.4 (βιβλ-, ii A. D.).