βέβαιος
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
English (LSJ)
ον (so always in Th., Pl.), also α, ον (v. infr.): (βαίνω):—
A firm, steady, κρύσταλλος Th.3.23; ὄχημα Pl.Phd.85d (Comp.); γῆ β. terra firma, Arr.An.2.21.5; steadfast, durable, ὁμιλία . . πιστὴ καὶ βέβαιος S.Ph.71; ἀρετῆς βέβαιαι . . αἱ κτήσεις μόνης Id.Fr.194; ψῆφος βεβαία E.El.1263; τὴν χάριν βέβαιον ἔχειν Th.1.32; οὐδέπω βέβαιος ἦν ἡ σωτηρία And.1.53; εἰρήνην βεβαίαν ἀγαγεῖν Isoc.4.173; φιλία βέβαιος Pl.Smp.182c; βεβαίου τε καὶ καθαρᾶς ἡδονῆς γεύεσθαι Id.R. 586a; δόξαι καὶ πίστεις βέβαιοι καὶ ἀληθεῖς Id.Ti.37b, etc. b sure, certain, τέκμαρ A.Pr.456; ἄκεα Id.Eu.506 (lyr.); τοξεύματα S.Ant.1086; πύλας β. παρέχειν make safe, secure, Th.4.67; βεβαιότερος κίνδυνος a surer game, Id.3.39: Sup. -ότατος Id.1.124; βέβαιόν ἐστί τινι ὅτι . . D.H.3.35; τὰ παρ' ἀνθρώπων αὐτῷ β. ἦν ibid.; but β. παρέχειν τὰν ὠνάν confirm, guarantee, GDI1867, al. (Delph.); μένειν κυρίαν καὶ β. . . συγχώρησιν BGU1058.47 (i B. C.). 2 of persons, etc., steadfast, constant, φίλος A.Pr.299 (Comp.), cf. Th.5.43, etc.: c. inf., βεβαιότεροι μηδὲν νεωτεριεῖν more certain to make no change, Th.3.11. 3 τό β. certainty, Hdt.7.50, cf. Pl.Phlb.59c, etc.; but τὸ β. τῆς διανοίας firmness, resolution, Th.2.89. b security, guarantee, τὸ δημόσιον β. IG12.189. II Adv. -ως A.Ag.15; β. κλῃστόν Th.2.17; β. οἰκεῖσθαι Id.1.2; ἔχειν, γνῶναι, δημοκρατεῖσθαι, D.8.41, 39, 10.4: Comp. -ότερον, οἰκεῖν Th.1.8; -οτέρως Isoc.8.60, Porph.Abst.1.11: Sup. -ότατα Th.6.91.