σύστασις

From LSJ
Revision as of 00:52, 9 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύστᾰσις Medium diacritics: σύστασις Low diacritics: σύστασις Capitals: ΣΥΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: sýstasis Transliteration B: systasis Transliteration C: systasis Beta Code: su/stasis

English (LSJ)

εως, ἡ, (συνίστημι)

   A bringing together, introduction, recommendation, πατρικὴν ἔχων σ. Plb.1.78.1; ἡ πρός τινα σ. Id.4.82.3, cf. SIG591.62 (Lampsacus. ii B.C.), D.H.Rh.5.2, Plu.Them.27; σ. τῆς πρός τινα εὐνοίας J.AJ15.b.7; care, guardianship, ἔτινηπίας οὔσας (ἀπέδωκεν[]) εἰς σύστασιν Πτολεμαίῳ Γλαυκίου UPZ20.23 (ii B.C.); power of attorney, PTeb.317.14 (ii A.D.), etc.    2 communication between a man and a god, ταῦτα σοῦ εἰπόντος τρίς, σημεῖον ἔσται τῆς συστάσεως τόδε PMag.Par.1.209, cf. 220,260, al., PMag.Lond.47.1,121.505.    3 protection, ἵνα διὰ τῆς σῆς δεξιᾶς ᾖ μοι σ. PSI6.717.12 (ii A.D.).    II proof, Alex.Aphr.in Metaph.12.3, 409.16; confirmation, εἰς σύστασιν [τῶν ἀξιωμάτων] καὶ πίστιν ib.271.14; σ. καὶ πίστεις τινός Hermog. Id.1.10; πρὸς σύστασιν καὶ ἀσφάλειαν ἐπωμοσάμην PLond.1.77.62 (vi A.D.), cf. BGU1187.31 (i B.C.).    B (συνίσταμαι) standing together, close combat, conflict, ἐν τῇ σ. μάχεσθαι Hdt.6.117, cf. 7.167; ἡ ἐν ταῖς συμπλοκαῖς μάχη καὶ σ. Pl.Lg.833a; ἡ ἐκ σ. μάχη Hdn.4.15.3; ὅταν . . σύστασιν ὁ ἀγὼν ἔχῃ Plu.Demetr.16, cf. Aem.20: metaph., disturbance in the human body, καθάρσεων καὶ συστάσεων τοῦ σώματος ἀρίστη ἡ διὰ τῶν γυμνασίων Pl. Ti.89a; καταστεῖλαι τὴν σ. τὴν ἀπὸ τοῦ γυμνασίου Antyll. ap. Orib.6.26.5; σ. ὅλου τοῦ σώματος (as a plague-symptom) Ruf. ap. eund.44.17.2; ξ. τῆς γνώμης conflict of mind, intense anxiety, Th.7.71; μένος μὲν ξ. τε σῶν φρενῶν δεινή E.Hipp.983; so ἤν τις πόνος ἢ σ. γίνηται τῷ ἀνθρώπῳ Hp.Morb.Sacr.17 vulg. (f.l. for τάσις).    2 meeting, accumulation, e.g. of humours, σ. οὑγροῦ περὶ τὴν ὑπερῴην Id.Coac.233; of water. Thphr.CP5.14.5 (pl.), cf. D.S.3.36; of winds, ib. 51, POxy.1768.9 (iii A.D., dub.): metaph., λόγων Pl.R.457e; combination, τραγῳδίαν . . εἶναι τὴν τούτων σ. πρέπουσαν ἀλλήλοις Id.Phdr. 268d.    3 knot of men assembled, E.Andr.1088 (pl.), Heracl.415 (pl.); κατὰ ξυστάσεις γιγνόμενοι forming into knots, Th.2.21, cf. X. Eq.7.19.    b political union, more general than ἑταιρεία or σύνοδος, Isoc.3.54, cf. D.45.67; ἐθνικαὶ σ. national unions, Plb.23.1.3; κατὰ συστάσεις κωμάζειν D.C.Fr.39.7.    c contingent of four light-armed λόχοι (32 men), Ascl.Tact.6.3, Arr.Tact.14.3, Ael.Tact.16.1.    4 friendship or alliance, Plb.1.78.2; πρός τινας Id.3.78.2; conspiracy, ἐπί τινα Plu.Pyrrh.23.    II composition, structure, constitution of a person or a thing, τῶ κόσμω Ti.Locr.99d, cf. Pl.Ti.32c; τῶν ὡρῶν, τῆς ψυχῆς, Id.Smp.188a, Ti.36d; of the parts of an animal, Arist.PA646a20, GA744b28, al.; σώματος Sor.1.111; τῶν ἀτόμων Epicur.Nat.35 G.; ἡ περὶ τὴν κεφαλὴν σ. Pl.Ti.75b; φυσικὴ σ. Arist. Cat.9b18; ἡ σ. τῆς πόλεως Id.Pol.1295b28, cf. 1332a30; τῶν πραγμάτων Id.Po.1450a15; τοῦ μύθου ib.1452a18; abs., plot of a drama, ib. 1453a31; τὴν σ. ἔχειν ἐκ τοῦ ψεύδους Phld.Rh.1.361 S.; περὶ τρόπων συστάσεως, title of work by Chrysipp.; προσώπου σ. expression of face, Plu.Per.5.    b abs., political constitution, Pl.R.546a, Lg. 702d, etc.    c χωρίον ἀμπελικὸν ἐν συστάσει ἀρουρῶν ὅσων ἐστίν consisting of... PGiss.56.7 (vi A.D.).    2 coming into existence, formation, νόσων Pl.Ti.89b, cf. c; πόλεων σ. καὶ φθοράς Id.Lg.782a; ἡ ἐξ ἀρχῆς τῶν ὅλων σ. D.S.1.7, cf. Plu.2.427b; τὴν σ. λαμβάνειν Arist.HA547b14, Plb.6.4.13, etc.; of a river, τὴν ἀρχὴν τῆς σ. λαμβάνειν Id.9.43.1; σ. ἐπιβουλῆς Id.6.7.8.    3 of bodies, density or consistency, πυκνότης καὶ σ., opp. ὑγρότης καὶ διάχυσις, Thphr.Vent. 58; σ. καὶ πῆξις Plu.2.130b; degree of solidity, consistency, σπέρμα . . τρυφερὰν ἔτι καὶ νεοπαγῆ τὴν σ. ἔχον Sor.1.46, cf. 58; solid knot or lump, [μαστοὶ] θρομβώδεις συστάσεις ἔχοντες ib.88; μέχρι συστάσεως ἐμπλαστρώδους ἑψηθέν Gal.11.134, cf. 6.249, Dsc.3.7; τὰ ὑδατωδῶς ὑγρὰ πάχος καὶ σ. μηδεμίαν ἔχοντα Gal.16.761; λεαίνεται μέχρι σ. Orib.Fr.55.    4 a substance, πλάττειν ἐκ πηλοῦ ζῷον ἤ τινος ἄλλης ὑγρᾶς σ. Arist.PA654b30, cf. Plu.2.696a; ξηραὶ σ. Arist.HA519b19.