τύπτω
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
English (LSJ)
Il.11.561, etc.: fut.
A τύψω Nonn.D.44.160, Hierocl.Facet. 200: aor. 1 ἔτυψα, Ep. τύψα, Il.13.529, al., Emp.43, Hdt.3.64, but rare in Trag. and Att., as A.Eu.156 (lyr.), [Lys.] Fr.20 S.: Att. fut. τυπτήσω Ar.Nu.1443, Pl.21. Pl.Grg.527a, D.21.204: aor. 1 ἐτύπτησα first in Arist.Pol.1274b20 (as v.l.), then Philostr.VS2.1.8, Aesop.66, Hierocl.Facet.86: aor. 2 ἔτῠπον E.Ion 766 (lyr.); Ep. part. τετυπόντες Call.Dian.61 (perh. pf. τετύποντες): pf. τέτῠφα only in Theodos.Can.p.47 H.; τετύπτηκα Poll.9.129, Philostr.VS2.10.3:— Med., Hdt.2.61, Plu.Alex.3, etc., (κατ-) Sapph.62: aor. 1 ἐτυψάμην Luc.Asin.14, (ἀπ-) Hdt.2.40: fut. (in pass. sense) τυπτήσομαι Ar.Nu. 1379:—Pass., aor. 1 ἐτύφθην Plu.Galb.26, Gp.18.17.7, Hierocl. Facet.138, Zen.2.68; ἐτυπτήθην Ph.2.323: aor. 2 ἐτύπην [ῠ] Il.11.191, Pi.N.1.53, A.Pr.363, Ar.Ach.1194 (lyr.), Alciphr.3.57: pf. τέτυμμαι Il.13.782, A.Th.889 (lyr.), Eu.509 (lyr.), inf. τετύφθαι Hdt. 3.64; τετύπτημαι Luc.Demon.16, Arg.D.54:—In Att. and LXX the fut. and aor. are supplied by πατάσσω, e.g. τύπτει . . καὶ καταβάλλει πατάξας Lys.13.71; later sts. by παίω, e.g. ὁ δὲ παίσας ἐπερωτᾷ ποτέρᾳ τετύπτηκεν Poll.9.129; the pf. by πλήσσω; the Pass. partly (esp. in pf. and aor.) by πλήσσω: a complete paradigm of this verb is given by Theodos.Can.p.43 H., al.:—beat, strike, smite, τύπτουσιν ῥοπάλοισι (sc. τὸν ὄνον) Il. 11.561; ἀμφὶ δέ μιν σφυρὰ τύπτε καὶ αὐχένα δέρμα 6.117; ἴχνια τύπτε πόδεσσι πάρος κόνιν ἀμφιχυθῆναι 23.764; χθόνα τύπτε μετώπῳ Od.22.86; ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς 4.580, 9.104, al.; but in Hom. mostly with weapons of war, [ξίφει], δουρί, ἄορι, Il.4.531, 13.529, 20.378; ἐγχείῃσιν 13.782 (Pass.); φασγάνῳ Od.22.98; σκήπτρῳ τυπεὶς ἐκ τῆσδε χειρός S.OT811; μάστιγι Lex ap. Aeschin.1.139 (Pass.): c. acc. cogn., τ. τινὰ σχεδίην (sc. πληγήν) Il.5.830; πληγὰς τ. τινά Antipho 4.3.1, v. infr. 111.2: the part struck is sts. in acc., γαστέρα γάρ μιν τύψε παρ' ὀμφαλόν Il.21.180, cf. Pi.N.9.26, E.Andr.1150, etc.: with a Prep., Φόρκυνα . . κατὰ γαστέρα τύψε Il.17.313; ἐγκύμονά τις ἔτυψε κατὰ γαστρός [Lys.] l.c.; τ. τινὰ εἰς τὸν ὦμον X.Cyr.5.4.5; ἐπὶ κόρρης Pl.Grg. 527a; ἐπὶ τὴν σιαγόνα Ev.Luc.6.29; τ. χαλκώματα beat pots and pans (to make a noise), Sor.2.29: abs., strike, τύπτε δ' ἐπιστροφάδην Il. 21.20, cf. Od.22.308, Ar.Ra.610; τ. καὶ πνίγων Antipho 4.1.6; Ζέφυρος λαίλαπι τύπτων beating with fury, Il.11.306, cf. Pi.P.6.14 (s. v.l.). 2 even of missiles, ἐκ χειρὸς τοῖς λίθοις τύπτοντες Plb.3.53.4; whereas Hom. opposes τύπτειν to βάλλειν, δουρὶ τυπεὶς ἢ βλήμενος ἰῷ Il.11.191 = 206, cf. 15.495, al. 3 later, sting, ὄφις υ' ἔτυψε μικρός Anacreont.33.10; ὑπὸ σφηκῶν τύπτεσθαι X.HG4.2.12, cf. Gp.l.c.; πόδα κάκτος τ. Theoc.10.4; οἱ βασιλεῖς [μελιττῶν] . . οὐ τύπτουσιν Arist. HA553b6. 4 metaph., τὸν δ' ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῖαν sharp grief smote him to the heart, Il.19.125; Καμβύσεα ἔτυψε ἡ ἀληθείη Hdt.3.64; ἔτυπεν ὀδύνα με πλευμόνων ἔσω E.Ion766 (lyr.); ξυμφορᾷ τετυμμένος A.Eu.509 (lyr.); ἀνίαισι τυπείς Pi.N.1.53; τύπτειν τὴν συνείδησίν τινος ἀσθενοῦσαν wound his conscience, 1 Ep.Cor.8.12; of divine punishment, ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ τύπτων LXX Ez.7.6(9); τύπτειν σε μέλλει ὁ θεός Act.Ap.23.3. 5 strike a coin, ἐξ ἀργύρου τυπτόμενον νόμισμα Hero *Mens.60. II Med. τύπτομαι, beat, strike oneself, esp., like κόπτομαι, beat one's breast for grief, Hdt.2.61: c. acc. pers., mourn for a person, ib.42,132. III Pass., to be beaten, struck, or wounded, δουρὶ τυπείς Il.11.191; ὑπὸ δουρί ib.433; δορὸς ὕπο Ar.Ach.1194 (lyr.); κράτων τυπτομένων Od.22.309. 2 c. acc. cogn., receive blows or wounds, ἕλκεα . . ὅσσ' ἐτύπη Il.24.421; τύπτομαι πολλάς (sc. πληγάς) I get many blows, Ar.Nu.972 (anap.), cf. Pax 644 (troch.), Ra.636, Lex ap.Aeschin.1.139: c. dat., καιρίῃ (sc. πληγῇ) τετύφθαι Hdt.3.64; v. supr. 1.1.