διφρεύω
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
A drive a chariot, E.Andr.108 (eleg.), Heraclit.Incred.22. 2 c.acc., drive over, δ. ἅλιον πέλαγος E.Andr.1010 (lyr.); νὺξ . . νῶτα διφρεύουσ' αἰθέρος Id.Fr.114. 3 c. acc. cogn., αἴγλαν ἐδίφρευ' Ἅλιος . . κατ' αἰθέρα Id.Supp.991 (lyr.); ὅταν Φαέθων πυμάτην ἁψῖδα διφρεύῃ Archestr.Fr.33. 4 = διακαθίζω, Hsch.