παραμελέω
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
A disregard, pay no heed to, τινων Gorg.Pal.20, Th.1.25 ; τοῦ πράγματος Lys.9.1 ; τῆς μητρός X.Mem.2.2.14, etc. : abs., παρημελήκεε he recked little, Hdt. 1.85 ; παραμελοῦντες being negligent, Pl.R. 555d ; neglect a duty, τῆς χορηγίας Mitteis Chr.96 iii 4 (iv A.D.) :— Pass., to be slighted or abandoned, θεοῖς by the gods, A. Th.702 ; ὑπό τινων Pl.R.620c : abs., A.Eu.300 ; ἀνὴρ . . οὐ τῶν παρημελημένων ἐν ἱστορίᾳ no mean historian, Plu.2.862b.