ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
ἐπήβολος, αἴσιμος, ῥητός, ἐπεικώς, ἐπεοικώς, ἄρτιος, σύμφορος, ἐναίσιμος, πρεπώδης, συμπρεπής, ἱκνεύμενος, ἱκνούμενος, δίκαιος, ἐοικώς, εἰκώς, ἀντίπαλος