ιστοτομία

From LSJ
Revision as of 10:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source

Greek Monolingual

η
η ανατομική εξέταση τών ιστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -τομία (< -τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. λιθο-τομία, ομφαλο-τομία.