Κυματολήγη
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
Greek (Liddell-Scott)
Κῡμᾰτολήγη: ἡ, ἡ τὰ κύματα καταπαύουσα, καταπραΰνουσα, ὄνομα Νηρηΐδος, Ἡσ. Θ. 253.
Greek Monolingual
Κυματολήγη, ἡ (Α)
(όν. Νηρηίδας) αυτή που καταπραΰνει, που καταπαύει τα κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < κῦμα, -α-τ-ος + -λήγη (< λήγω)].
Greek Monotonic
Κῡμᾰτολήγη: ἡ (λήγω), αυτή που καταπραΰνει τα κύματα, λέγεται για τις Νηρηίδες, σε Ησίοδ.