ἀπειροπόλεμος

Revision as of 11:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἀπειροπόλεμον, inexperienced in war, App.Mith.51; τὸ ἀπειροπόλεμον D.H.8.37. Adv. ἀπειροπολέμως App.BC2.71.

Spanish (DGE)

-ον
1 inexperto, no acostumbrado a la guerra ἀγρότης Tz.Comm.Ar.1.57.28, cf. App.Mith.51
subst. neutr. τὸ ἀ. impericia guerrera D.H.8.37.
2 adv. -ως sin experiencia guerrera App.BC 2.71.

German (Pape)

[Seite 285] im Kriege unerfahren, τὸ ἀπ. D. Hal. 8, 37. – Adv., App.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειροπόλεμος: -ον, ὁ ἄπειρος πολέμου, Ἀππ. Μιθρ. 51. τό ἀπειροπόλεμον, ἡ ἔλλειψις πείρας ἐν πολέμῳ, Διον. Ἁλ. 8. 37. - Ἐπίρρ. -μως Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 71.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπειροπόλεμος, -ον)
χωρίς πολεμική πείρα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπειροπόλεμον
η έλλειψη πολεμικής πείρας.