μεταμόρφωσις

Revision as of 10:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-εως, ἡ, transformation, Str.1.2.11 (pl.), Hierocl.p.21 A., Luc.Salt.57, Halc.1 tit., Gal.5.193, App.BC4.42, Ant. Diog.13 (pl.); τούτοις (sc. φυτοῖς) ἐμφύεται ψυχὴ κατὰ τὴν μ. Porph.Abst.1.6; μεταμορφώσεων συναγωγή, title of work by Antoninus Liberalis.

German (Pape)

[Seite 150] ἡ, das Umgestalten, die Verwandlung in eine andere Gestalt, Luc. Halc. 1 de salt. 57.

French (Bailly abrégé)

transformation, métamorphose.
Étymologie: μεταμορφόω.

Russian (Dvoretsky)

μεταμόρφωσις: εως ἡ превращение, преображение Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μεταμόρφωσις: ἡ, ἡ μεταβολὴ μορφῆς, ἀλλοίωσις, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 57, Ἁλκ. 1. ΙΙ. ἡ μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Ὠριγέν. Ι, 944Β, κτλ., Εὐσέβ. VI, 840C. 2) ἡ ἑορτὴ τῆς μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος θεσπισθεῖσα ὑπὸ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ, Ἀναστ. Καισ. 525Β, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 22, 10, Κουροπ. 81, 15, Ὡρολόγ. Αὐγ. 6.

Greek Monotonic

μεταμόρφωσις: ἡ, μετατροπή, σε Λουκ.

Middle Liddell

μεταμόρφωσις, ιος, ἡ, [from μεταμορφόω
a transformation, Luc.