δίκρανο

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Α δίκρανος, -ον)
1. το δικράνι
2. φρ. «καυδιανά δίκρανα» — στενό πέρασμα στο Καύδιο μεταξύ της Καμπανιάς και της χώρας τών Σαμνιτών
νεοελλ.
1. ονομασία βρύου
2. μονάδα μεταβολών του βεληνεκούς στις βολές πυροβολικού
3. φρ. «διέρχεται υπό τα καυδιανά δίκρανα», «περνάει από τα καυδιανά δίκρανα» — αναγκάζεται να δεχθεί ταπεινωτικούς όρους
αρχ.
1. ο δικέφαλος
2. χωρισμένος στα δύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δίκρανος < δι- + -κρανος (βλ. λ. κρανίον). Ο νεοελλ. τ. δικράνι < μσν. δικράνιον, υποκοριστικό του αρχ. δίκρανον].