Παλαμηδικός
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
ὁ, Adj. Πᾰλᾰμήδειος, Παλαμηδεία, Παλαμήδειον, Palamedean, worthy of Palamedes, ingenious, βούλευμα Alciphr.3.4; ἀβάκιον EM666.21; also Παλαμηδικός, Παλαμηδική, Παλαμηδικόν, Παλαμηδικὸν τοὐξεύρημα Eup.351.6.