ἀκρωμίς
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
ἡ, tip of the shoulder blade, acromial process, Alciphr.Fr.5.4.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ hombro Alciphr.Fr.4.
German (Pape)
[Seite 85] ίδος, ἡ, dasselbe, Alciphr. frg. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρωμίς: -ίδος, ἡ, = ἀκρωμία, Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 5.
Greek Monolingual
ἀκρωμὶς (-ίδος), η (Α)
το ακρώμιο.