κατοικτίζω
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
English (LSJ)
Att. fut. -ιῶ A.Supp.903: = foreg., c. acc. rei,
A πόνους S.OC384, etc.; λακὶς χιτῶνος ἔργον (i.e. χιτῶνα) οὐ κατοικτιεῖ A.l.c.:—Med., bewail oneself, utter lamentations, Hdt.2.121.γ, 3.156, A.Eu.121 (prob.); τί κατοικτίζει μάτην; Id.Pr.36:—aor. Pass. κατῳκτίσθην E.IA686: c.acc., as in Act., στρατόν A.Pers.1062 (lyr.). II causal, excite pity, ῥήματα . . κατοικτίσαντά πως S.OC1282.