τεταμένως
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
Adv., (τείνω) energetically, Sch.S.OC499, Eust. ad D.P.14.
Greek (Liddell-Scott)
τετᾰμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., μετ’ ἐντάσεως, τεταμένως καὶ συντόνως δρῶσαν καὶ διακονοῦσαν Σχόλ. εἰς Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 499, Εὐστ. εἰς Διον. Περιηγ. σ. 6.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. βλ. τεταμένος.