δισσύλλαβος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 643] zweisylbig, Luc. Gall. 29; Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
δισσύλλαβος: ἴδε δισύλλαβος.
Spanish (DGE)
v. δισύλλαβος.
[Seite 643] zweisylbig, Luc. Gall. 29; Gramm.
δισσύλλαβος: ἴδε δισύλλαβος.
v. δισύλλαβος.