πολυήχητος

Revision as of 11:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Dor. πολυάχητος, ον, loud-sounding, E.Alc.918 (anap.).

German (Pape)

[Seite 663] viel od. laut tönend, Schol. Aesch. Prom. 577. S. πολυάχητος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dor. πολυάχητος;
très sonore, retentissant.
Étymologie: πολύς, ἠχέω.

Russian (Dvoretsky)

πολυήχητος: дор. πολυάχητος 2 (ᾱ) многошумный, шумливый (κῶμος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυήχητος: Δωρ. πολυάχ-, ον, ὁ μεγάλως ἠχῶν, Εὐρ. Ἄλκ. 918.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πολυάχητος, -ον, Α
ο πολυηχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ήχητος (< ἠχῶ), πρβλ. ευήχητος].

Greek Monotonic

πολυήχητος: Δωρ. -άχητος[ᾱ], -ον, αυτός που ηχεί δυνατά, σε Ευρ.

Middle Liddell

loud-sounding, Eur.