πολυάχητος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
[ᾱ], ον, Dor. for πολυήχητος.
German (Pape)
[Seite 660] = πολυήχητος, κῶμος, Eur. Alc. 921.
French (Bailly abrégé)
dor. c. πολυήχητος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυᾱ́χητος -ον [πολύς, ἠχέω] Dor., rumoerig.
Russian (Dvoretsky)
πολυάχητος: (ᾱ) дор. = πολυήχητος.
Greek (Liddell-Scott)
πολυάχητος: -ον, Δωρ. ἀντὶ πολυήχητος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. πολυήχητος.