δέλφιξ
English (LSJ)
ῐκος, ὁ, tripod, δέλφικας ἀργυροῦς Plu.TG2 (prob. for δελφῖνας); δέλφικα· τὸν τρίποδα EM255.10.
Spanish (DGE)
-ικος, ὁ trípode Plu.TG 2 (cj.), EM 255.9G.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ικος (ὁ) :
table à trois pieds, chez les Romains (cf. δελφινίς).
Russian (Dvoretsky)
δέλφιξ: ῐκος ὁ (лат. delphica mensa) дельфика (у римлян - богато отделанный стол в форме треножника) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δέλφιξ: ῐκος, ὁ, τρίπους παρὰ Ρωμαίοις, δέλφικας ἀργυροῦς Πλούτ. Τιβ. Γράκχ. 2 (κατὰ τὸν Dacier ἀντὶ δελφῖνας) Μ. Ε.
Greek Monolingual
δέλφιξ (-ικος), ο (Α)
ο τρίπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Δελφοί, με άγνωστο πρότυπο σχηματισμού].
Greek Monotonic
δέλφιξ: -ῐκος, ὁ, τρίποδας σε σχήμα δελφινιού, σε Πλούτ. (πιθ. από το Δελφοί).
Frisk Etymological English
-ικος See also: s. Δελφοι
Middle Liddell
Frisk Etymology German
δέλφιξ: -ικος
{délphiks}
Grammar: m.
Meaning: nach Art des delphischen Dreifußes gearbeiteter Tisch (Plu., EM), lat. (mensa) Delphica.
Etymology: Zu Δελφοί (s. d.) nach unbekanntem Vorbild; vgl. Schwyzer 497.
Page 1,362