δέλφιξ

Revision as of 11:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ῐκος, ὁ, tripod, δέλφικας ἀργυροῦς Plu.TG2 (prob. for δελφῖνας); δέλφικα· τὸν τρίποδα EM255.10.

Spanish (DGE)

-ικος, ὁ trípode Plu.TG 2 (cj.), EM 255.9G.

German (Pape)

[Seite 544] ικος, ἡ, = δελφινίς, Plut. Tib. Graech. 2.

French (Bailly abrégé)

ικος (ὁ) :
table à trois pieds, chez les Romains (cf. δελφινίς).

Russian (Dvoretsky)

δέλφιξ: ῐκος ὁ (лат. delphica mensa) дельфика (у римлян - богато отделанный стол в форме треножника) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δέλφιξ: ῐκος, ὁ, τρίπους παρὰ Ρωμαίοις, δέλφικας ἀργυροῦς Πλούτ. Τιβ. Γράκχ. 2 (κατὰ τὸν Dacier ἀντὶ δελφῖνας) Μ. Ε.

Greek Monolingual

δέλφιξ (-ικος), ο (Α)
ο τρίπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Δελφοί, με άγνωστο πρότυπο σχηματισμού].

Greek Monotonic

δέλφιξ: -ῐκος, ὁ, τρίποδας σε σχήμα δελφινιού, σε Πλούτ. (πιθ. από το Δελφοί).

Frisk Etymological English

-ικος See also: s. Δελφοι

Middle Liddell

a tripod, Plut. [Perh. from Δελφοί.]

Frisk Etymology German

δέλφιξ: -ικος
{délphiks}
Grammar: m.
Meaning: nach Art des delphischen Dreifußes gearbeiteter Tisch (Plu., EM), lat. (mensa) Delphica.
Etymology: Zu Δελφοί (s. d.) nach unbekanntem Vorbild; vgl. Schwyzer 497.
Page 1,362