κωρισμός
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
English (LSJ)
ὁ, Dor. for Κουρισμός, education, upbringing, κωρισμοῖς ἐδίδαξα μελίφροσι Hymn.Is.41.
Greek Monolingual
κωρισμός, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) ανατροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του κουρισμός].