ἐπισηκρητεύω

Revision as of 11:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

(Lat. secretum) perform secretarial duties as well, Lyd.Mag.3.27.

Greek Monolingual

ἐπισηκρητεύω (Α)
εκτελώ επιπλέον τα καθήκοντα του σηκρηταρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σηκρητεύω (< λατ. secretus «μυστικός, απόρρητος»)].