Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

απόρρητος

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπόρρητος, -ον) ρητός
1. αυτός που δεν πρέπει ή δεν μπορεί να λεχθεί, απόκρυφος, μυστικός
2. το ουδ. ως ουσ. το απόρρητο
το μυστικό που δεν πρέπει να αποκαλυφθεί («επαγγελματικό, υπηρεσιακό απόρρητο») —για κρατικούς λειτουργούς, δικηγόρους, συμβολαιογράφους, γιατρούς κ.λπ.—, «το απόρρητο της εξομολόγησης», «το απόρρητο της αλληλογραφίας»
μσν.
1. ανέκφραστος, ανείπωτος, απροσδιόριστος, δυσκολοπερίγραπτος
2. παράξενος, θαυμαστός
3. φρ. «ὁ τὼν ἀπορρήτων γραμματεύς» — μυστικοσύμβουλος
4. «ὁ ἐξ ἀπορρήτων» — ανώτερος υπάλληλος της υψηλής πύλης, είδος υπουργού ή διερμηνέα
αρχ.
1. απαγορευμένος
2. βδελυρός, αποτρόπαιος
3. (για ιερά πράγματα) αυτός που δεν είναι όσιο να λεχθεί, ο άρρητος
4. (για λέξεις) αυτή που είναι απαγορευμένη και η χρήση της τιμωρείται με βαρύ πρόστιμο
5. (πληθ. ουδ.) τὰ ἀπόρρητα
α) εμπορεύματα των οποίων η εξαγωγή ήταν απαγορευμένη
β) τα εσωτερικά δόγματα των Πυθαγορείων
γ) τα αιδοία
6. (επιρρ. φρ.) «ἐν ἀπορρήτῳ» — κρυφά, μυστικά.