ἐπισηκρητεύω

Revision as of 07:50, 17 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

(Lat. secretum) perform secretarial duties as well, Lyd.Mag.3.27.

Greek Monolingual

ἐπισηκρητεύω (Α)
εκτελώ επιπλέον τα καθήκοντα του σηκρηταρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σηκρητεύω (< λατ. secretus «μυστικός, απόρρητος»)].