πλανάω
Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt
English (LSJ)
fut. -ήσω LXX 4 Ki.4.28, etc. :—Pass. and Med., fut. -ήσομαι Pl.Hp.Mi.376c, Luc.Peregr.16, -ηθήσομαι D.H.Dem.9, Luc. VH2.27 : aor.
A ἐπλανήθην E.Hel.598, Th.5.4, etc.: pf. πεπλάνημαι A.Pr. 565 (anap.), Hdt.7.16.β', Pl.Plt.264c, etc.: (πλάνη) :—Prose verb, = πλάζω (used once in Hom., also by Trag., Pi. (v. infr.), and Sapph. Supp.10.15), cause to wander, A.Pr.572 (lyr.), Hdt.4.128. 2 lead from the subject, in talking, D.19.335. 3 lead astray, mislead, deceive, ἢ γνώμη πλανᾷ; S.OC316, cf. Pl.Prt.356d, Lg.655c, Theognet. 2.2, Men.Pk.79 ; τὸν ὄχλον Ev.Jo.7.12; τὸ ἀόριστον πλανᾷ Arist.Rh. 1415a14; τὰ μὴ πλανῶντα Id.Mete.347b35 ; πλανῶν τὴν ἔξοδον, of the Labyrinth, Apollod.3.1.4. II Pass., wander, stray, ἵπποι πλανόωνται ἀνὰ δρόμον Il.23.321 ; ὅποι γῆς . . πεπλάνημαι A.Pr.565 (anap.); π. εἰς πόλεις Lys.12.97; κατὰ τὴν χώραν Isoc.6.76 ; περὶ τὰ πεδία Pl.Plt. 264c: abs., S.OC347, etc.; of the planets, Pl.Lg.822a, Arist.Mete. 346a2, etc.: metaph., νοῦς ἐν αὑτῷ ὁ ἀληθινὸς πέφυκε πλανᾶσθαι Plot.6.7.13; of reports, travel abroad, πολλὰ . . ἐμπόρων ἔπη φιλεῖ π. S.OC 304. b c.acc.loci, πλανηθεὶς τήνδε βάρβαρον χθόνα having wandered over it, E.Hel.598 ; πᾶσαν γῆν Plu.Luc.34: c.acc. cogn., πολλοὺς ἑλιγμοὺς πλανώμενοι wandering about as in a labyrinth, X.Cyr.1.3.4. 2 wander in speaking, π. ἐν τῷ λόγῳ Hdt.2.115; digress, π. ἀπὸ τοῦ λόγου Pl.Plt.263a. 3 c. gen., πλαναθεὶς καιροῦ having missed the right moment, Pi.N.8.4. 4 do a thing irregularly or with variation, Hdt.6.52; ἐνύπνια τὰ ἐς ἀνθρώπους πεπλανημένα the varying dreams that visit them, Id.7.16.β' ; πλανωμένη πρὸς ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ προσιζάνει A.Pr.277 ; πεπλανημένον τρόπον irregularly, Hp.Prog.24 ; to be unsettled, τὰ τῆς ἐλευθερίας ἔτι πλανώμενα καταστήματα IG42(1).81.13 (Epid., i A.D.). 5 to be in doubt or at a loss, π. τὸ θέλει τὸ ἔπος εἶπαι Hdt.6.37 : more freq. abs., A.Pr.473, etc.; π. καὶ ἀπορῶ Pl.Hp. Ma.304c; ἡ ψυχὴ π. καὶ ταράττεται Id.Phd.79c; π. τῇ διανοίᾳ, ταῖς διανοίαις, Isoc.15.52, Ep.6.10 ; πεπλανημένην ἔχειν τὴν διάνοιαν Id.15.265; πλανωμένων θεραπεία παθῶν Diog.Oen.27. 6 in forensic Rhet., χρώματα πεπλανημένα, μετάθεσις πεπ., of alternative pleas, Hermog. Stat.3. 7 to be misled, ὑπὸ φωνῆς κοινότητος Phld.Sign.7; ταῖς ὁμωνυμίαις ib.36.