βουκολικός
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
ή, όν,
A rustic, pastoral, ἀοιδά Theoc.1.64,70, etc.; τὰ β. pastoral poetry, Hermog.Id.2.3. 2 β. μέτρον metre used by pastoral poets, Plu. Metr.2; τομή 'bucolic' caesura, ib.3. II βουκολικός, ὁ, official in cult of Dionysus, IG22.1368.123. 2 bucolicon, = πάνακες Ἀσκληπίειον, Plin.HN25.31.