ξηραμπέλινος
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
η, ον,
A of the colour of withered vine-leaves, bright red, scarlet, [vestes] xerampelinae Juv.6.519 ; δίπλακες ξ. Lyd.Mag.1.17 ; χλαμύδες ξ. Suid. s.v. ἀτραβατικάς.