καλάμινος
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
[λᾰ], η, ον,
A of reed, οἰκίαι Hdt.5.101; ὀϊστοί, τόξα, Id.7.61, 65; Χάραξ PSI4.393.6 (iii B.C.); σῦριγξ, αὐλός, Ar.Fr.719, Ath. 4.182d; κ. πλέγμα cheese-crate, Poll.7.173: σκελετός, ἄπυγος, καλάμινα σκέλη φορῶν with legs like reeds, Pl.Com.184.3. II of cane, bamboo, πλοῖα κ. Hdt.3.98.