ὁμόσπονδος
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
ον,
A sharing in the drinkoffering, ὁμοτράπεζός τέ μοι καὶ ὁ. ἐγένεο Hdt.9.16 ; μήθ' ὁμωρόφιον μήθ' ὁ...εἶναί τισι D.18.287 ; [πόλις]..ἧς (οἷς codd.) ὁ. καὶ ὁμοτράπεζος.. γέγονεν Din.1.24. 2 bound by treaty to, τινι LXX 3 Ma.3.7.