φοβέω

From LSJ
Revision as of 01:23, 9 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοβέω Medium diacritics: φοβέω Low diacritics: φοβέω Capitals: ΦΟΒΕΩ
Transliteration A: phobéō Transliteration B: phobeō Transliteration C: foveo Beta Code: fobe/w

English (LSJ)

3pl. imper.

   A φοβεόντων Hdt.7.235: Ion. impf. φοβέεσκον Hes.Sc.162: fut. -ήσω E.Heracl.357 (lyr.), (ἐκ-) Th.4.126 (dub.): aor. ἐφόβησα Il.15.15, etc.:—Pass. and Med., Ion. 2 sing. φοβέαι Hdt.1.39; Ion. imper. φοβεῦ or φοβέο, Id.1.9, 7.52: Ep. 3pl. impf. φοβέοντο Il.6.41: fut. φοβήσομαι 22.250, Pl.Lg.649c, D.15.23, etc.; φοβηθήσομαι X.Cyr.3.3.30, Plu.Brut.40, Luc.Zeux.9, v.l. in Pl.R. 470a: aor. Pass. ἐφοβήθην Hdt.8.27, etc., Ep. 3pl. ἐφόβηθεν or φόβηθεν, Il.15.326,5.498; aor. Med. ἐφοβησάμην only Anacreont.31.11: pf. πεφόβημαι Il.10.510, etc.: plpf. 3pl. ἐπεφόβηντο X.HG7.4.32, Th.5.50, Ep. πεφοβήατο Il.21.206.    A Act., in Hom. (never in Od.) always in the sense put to flight, [ἴρηξ] ἐφόβησε κολοιούς Il.16.583; [Ζεὺς] καὶ ἄλκιμον ἄνδρα φοβεῖ ib. 689; Τρώων οὓς ἐφόβησας 22.11; φοβῆσαίτε στίχας ἀνδρῶν 17.505; σὸς δόλος . . ἐφόβησε δὲ λαούς 15.15; σέ γέ φημι . . δουρὶ φοβῆσαι 20.187; once in Hes., φοβέεσκον ἐπὶ χθονὶ φῦλ' ἀνθρώπων l.c.    II terrify, alarm, Hdt.7.235, etc.; μὴ φίλους φόβει A.Th.262; ᾧ μή 'στι δρῶντι τάρβος οὐδ' ἔπος φοβεῖ S.OT296, cf. 1013, E.Hipp.572 (lyr.); ἡ δύναμις τῶν νέων φοβοῦσά τινας Antipho 4.3.2; αἱ κάμηλοι ἐφόβουν τους ἵππους X.Cyr.7.1.48; ρὸν Ἀλκιβιάδην ἐφόβουν, μὴ . . ἐπαγάγωνται Th.5.45; c. dat.modi, λόγοις A.Pers.215 (troch.); μεγαληγορίαισι φρένας E.Heracl. 357 (lyr.); τῷ μὲν Τισσαφέρνει τοὺς Ἀθηναίους φ., ἐκείνοις δὲ τὸν Τισσαφέρνην to frighten the Athenians with T., and T. with the Athenians, Th.8.82; c. part., λέγοντες φ. τινάς by saying, X.Eq.Mag.1.8; λέγοντες ὡς ἥξει βασιλεύς D 14.25: abs., πόνος ὁ μὴ φοβῶν κράτιστος S.Ph.864 (lyr.), φοβήσαντες κατεστήσαντο τὴν πολιτείαν by terror, Pl.R.551b.    2 c.acc. rei, threaten with, φ. λιμόν D.H.6.51.    B Pass. and Med., in Hom. always in the sense to be put to flight (cf. Sch.A Il.5.223, al.), once in Od., κύνες . . διὰ σταθμοῖο φόβηθεν 16.163; freq. in Il., ὑπέμειναν ἀολλέες οὐδὲ φόβηθεν 5.498; τοὶ δ' ἐφόβηθεν . . θεσπεσίῳ ὁμάδῳ 16.294; κὰμ μέσσον πεδίον φοβέοντο βόες ὣς ἅς τε λέων ἐφόβησε 11.172; also part., μὴ καὶ πεφοβημένος ἔλθης 10.510, cf. 15.4, 21.606; φοβηθεὶς δύσεθ' ἁλὸς κατὰ κῦμα in flight, 6.135; βῆ δὲ φοβηθείς 22.137: ὑπό τινος φοβέεσθαι to flee before him, 8.149; ὑπό τινι 15.637; c. acc., οὔ σ' ἔτι . . φοβήσομαι ὡς τὸ πάρος περ 22.250.    II to be seized with fear, be affrighted, Hdt. 9.70, E.Tr.1166, etc.—Constr.,    1 abs., πεφόβημαι πτηνῆς ὡς ὄμμα πελείας S.Aj.139 (anap.); φοβηθέντες ᾤχοντο φεύγοντες flying in terror, Aeschin.1.43; ἃ μὴ οἶδα . . οὐδέποτε φοβήσομαι οὐδὲ φεύξομαι, Pl.Ap.29b, etc.: c. dat. instrum., μάστιγι φ. E.Rh.37 (anap.): c. acc. cogn., φ. αἰσχροὺς φόβους Pl.Prt.360b; ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν Ev.Marc.4.41; τὸν φόβον αὐτῶν μὴ φοβηθῆτε 1 Ep.Pet.3.14.    2 folld. by Preps., φ. ἀπό τινος to be afraid of one (prob. a Hebraism), LXXLe.26.2, Je.1.8, Ev.Matt.10.28, Ev.Luc.12.4; ἔκ τινος from some cause, S.Tr.671; εἴς τι to be alarmed at a thing, Id.OT980; πρός τι Id.Tr.1211, Luc.Prom.Es4, Lib.Or.50.18; ἐπί τινι fear for . . Luc. DMar.14.4; but φ. ἀμφὶ γυναικί fear about... Hdt.6.62; περὶ ἡμῶν X. Cyr.5.2.35, etc.; περί τινι Pl.Euthd.275b (περὶ σφίσιν αὐτοῖς τὸ κατάδηλον Th.4.123); περὶ χωρίῳ Id.2.90; ὑπὲρ τῶν μελλόντων And.4.36; περί τι Pl.Cra.404e; πρὸς ἀνδρὸς ἢ τέκνων S.Tr.150.    3 folld. by a relat. clause, φοβεῑσθαι μὴ . . fear lest a thing will be... E.Or.770 (troch.), Ar.Pax606 (troch.), Th.1.95, etc.; φ. ὅπως μὴ . . Id.6.13, X.Mem.2.9.3; φ. μὴ οὐ . . Id.Oec.16.6; freq. c.acc. folld. by μή, ταῦτ' οὖν φοβοῦμαι, μὴ . . S.Tr.550, cf. X.An.7.1.2; φ. τοὺς οὐσίαν κεκτημένους, μὴ . . Pl.Phdr. 232c, cf. Th.1.88, etc.; φ. ὑπέρ τινος, μὴ . . Pl.R.387c; c. inf. folld. by μή, φοβοίμην ἂν τῷ ἡγεμόνι ἕπεσθαι, μὴ ἀγάγῃ κτλ. X.An.1.3.17, cf. Pl.Tht.143e, Grg.457e: also φ. ὅτι . ., = φ. μὴ... in a more positive sense, X.Cyr.3.1.1, D.C.52.26; φ. τόδε, ὅτι . . Th.7.67 (but φ. τὸ κάεσθαι, ὅτι ἀλγεινόν because... Pl.Grg.479a): διὰ τοῦτο φ. τινας, ὅτι . . lsoc.6.60; less freq. φ. ὡς . . X.Cyr.5.2.12; φ. πῶς χρὴ . . ib.4.5.19; φ. εἰ δεήσει . . ib.6.1.17.    4 c. inf. with Art., φ. τὸ ἀποθνῄσκειν Pl.Grg.522e, etc.: more freq. c. inf. alone, fear to do, be afraid of doing, A.Ch.46 (lyr.), S.Aj.253 (lyr.), E.Ion628, etc.: c. inf. fut., Th. 5.105.    5 c. acc. pers., stand in awe of, dread, δαίμονας τοὺς ἐνθάδε A.Supp.893; στρατὸν Ἀχαιῶν S.Ph.1250; τοὺς ἄνω θεούς Pl.Lg. 927b, cf. Isoc.1.16, etc.; τὰς κύνας X.Cyn.5.16, etc.    6 c. acc. rei, fear or fear about a thing, βρόμον A.Th.476; τὸ προσέρπον S.Aj.227 (lyr.); μέμψιν E.Alc.1057; τὸ τοιοῦτον σῶμα Pl.Phdr.239d; δουλείαν καὶ δεσμόν X.Cyr.3.1.24.    7 c. gen., πεφοβημένος νυκτός, θαλάσσης, Arat.290, 766.    8 c. part., προδιδοὺς φοβηθείς Lycurg.17.