πρυλέες
From LSJ
English (LSJ)
έων, οἱ,
A men-at-arms, soldiers, αὐτοὶ δὲ π. σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες, opp. chiefs fighting from chariots, Il.11.49; πρώτοισι μετὰ πρυλέεσσι 21.90; Λαοδάμαντα, ἡγεμόνα πρυλέων 15.517; κυνέην . . ἑκατὸν πολίων πρυλέεσσ' ἀραρυῖαν 5.744; Ἄρης . . πρυλέεσσι κελεύων Hes.Sc.193: dat. pl. (Boeot. or Lacon.) προυλέσι (q.v.). 2 later as Adj., close, in masses, like foot-soldiers, Opp.C.3.125.