βάλλω

From LSJ
Revision as of 19:46, 8 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάλλω Medium diacritics: βάλλω Low diacritics: βάλλω Capitals: ΒΑΛΛΩ
Transliteration A: bállō Transliteration B: ballō Transliteration C: vallo Beta Code: ba/llw

English (LSJ)

fut. βᾰλῶ (in Att. Prose only in compds.), Ion.

   A βαλέω Il. 8.403, βαλλήσω Ar.V.222,1491: aor. 2 ἔβᾰλον, Ion. προ-βάλεσκε Od. 5.331; later aor. 1 ἔβαλα LXX3 Ki.6.1 (5.18); Ep. and Ion. inf. βαλέειν Il.2.414,al., Hdt.2.111,al., but βαλεῖν Il.13.387, 14.424; opt. βλείης in Epich.219, part. βλείς Id.176, as if from ἔβλην (v. συμβάλλω): pf. βέβληκα: plpf. ἐβεβλήκειν, Ep. βεβλήκειν Il.5.661:—Med., Ion. impf. βαλλέσκετο Hdt.9.74: fut. βᾰλοῦμαι (προ-) Ar.Ra.201, (ἐπι-) Th.6.40, etc., Ep. βαλεῦμαι (ἀμφι-) Od.22.103: aor. 2 ἐβᾰλόμην, Ion. imper.βαλεῦ Hdt.8.68.γ, used mostly in compds.:—Pass., fut. βληθήσομαι X.HG7.5.11, (δια-) E.Hec.863; also βεβλήσομαι Id.Or.271, Hld.2.13, (δια-) D.16.2; part. δια-βεβλησόμενος Philostr. VA6.13 (Ep. fut. ξυμ-βλήσομαι, v. συμβάλλω): aor. ἐβλήθην Hdt.1.34, Th.8.84, etc.: Hom. also has an Ep. aor. Pass., ἔβλητο Il.11.675, ξύμβλητο 14.39; subj. βλήεται Od.17.472; opt. βλῇο or βλεῖο Il.13.288; inf. βλῆσθαι 4.115; part. βλήμενος 15.495: pf. βέβλημαι, Ion. 3pl. βεβλήαται 11.657 (but 3sg. h.Ap.20), opt. δια-βεβλῇσθε And.2.24: plpf. ἐβεβλήμην (περι-) X.HG7.4.22, (ἐξ-) Isoc.18.17; Ion. 3pl. περι-εβεβλέατο Hdt.6.25.—Ep. pf. βεβόλημαι in special sense, v. βολέω.    A Act., throw:    I with acc. of person or thing aimed at, throw so as to hit, hit with a missile, freq. opp. striking with a weapon in the hand, βλήμενος ἠὲ τυπείς Il.15.495; τὸν βάλεν, οὐδ' ἀφάμαρτε 11.350, cf. 4.473, al.; so even in ἐγγύθεν ἐλβὼν βεβλήκει . . δουρί 5.73; and δουρὶ ὤμων μεσσηγὺς σχεδόθεν βάλε 16.807; but later opp. τοξεύειν, D.9.17, X.An.4.2.12; ἐκ χειρὸς β. ib.3.3.15: c. dat. instrumenti, β. τινὰ δουρί, πέτρῳ, κεραυνῷ, etc., Il.13.518, 20.288, Od.5.128, etc.: βλήμενος ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ Il.8.514: c. dupl. acc. pers. et partis, μιν βάλε μηρὸν ὀϊστῷ 11.583: c. acc. partis only, 5.19,657; so τὸν δ' Ὀδυσεὺς κατὰ λαιμὸν . . βάλεν ἰῷ Od.22.15; δουρὶ βαλὼν πρὸς στῆθος Il. 11.144: c. acc. cogn., ἕλκος. ., τό μιν βάλε Πάνδαρος ἰῷ 5.795; also βάλε Τυδεΐδαο κατ' ἀσπίδα smote upon it, ib.281.    2 less freq. of things, ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον 23.502; of drops of blood, 11.536, cf. A.Ag.1390: metaph., κηλὶς ἔβαλέ νιν μητροκτόνος E.IT 1200, cf. HF1219; of the sun, ἀκτῖσιν ἔβαλλεν [θάμνους] Od.5.479; ἔβαλλε . . οὐρανὸν Ἠώς A.R.4.885 (so Pass., σελήνη . . δι' εὐτρήτων βαλλομένη θυρίδων AP5.122 (Phld.)); strike the senses, of sound, ἵππων ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει Il.10.535, cf. S.Ant.1188, Ph.205 (lyr.); of smell, ὀσμὴ β. τινά Id.Ant.412; τάχ' ἂν πέμφιξ σε βροντῆς καὶ δυσοσμίας β. Id.Fr.538.    3 metaph., β. τινὰ κακοῖς, φθόνῳ, ψόγῳ, smite with reproaches, etc., Id.Aj.1244, E.El.902, Ar. Th.895; στεφάνοις β. τινά Pi.P.8.57 (hence metaph., praise, Id.O.2.98); φθόνος βάλλει A.Ag.947; φίλημα βάλλει τὴν καρδίαν Ach.Tat. 2.37.    II with acc. of the weapon thrown, cast, hurl, of missiles, rare in Hom., βαλὼν βέλος Od.9.495; χαλκὸν ἐνὶ στήθεσσι βαλών Il.5. 346, cf. Od.20.62; ἐν νηυσὶν . . πῦρ β. Il.13.629: c. dat., of the weapon, throw or shoot with a thing, οἱ δ' ἄρα χερμαδίοισι . . βάλλον 12.155; βέλεσι Od.16.277: in Prose abs., β. ἐπί τινα throw at one, Th.8.75; ἐπὶ σκοπόν X.Cyr.1.6.29; ἐπίσκοπα Luc.Am.16; alone, οἱ ψιλοὶ βάλλοντες εἶργον Th.4.33: c. gen., βάλλοντα τοῦ σκοποῦ hitting the mark, Pl.Sis.391a.    2 generally of anything thrown, εἰς ἅλα λύματ' ἔβαλλον Il.1.314; τὰ μὲν ἐν πυρὶ βάλλε Od.14.429; [νῆα] β. ποτὶ πέτρας 12.71; εὐνὰς β. throw out the anchor-stones, 9.137; β. σπόρον cast the seed, Theoc.25.26; β. κόπρον POxy.934.9 (iii A. D.): hence β. ἀρούρας manure, PFay.118.21 (ii A. D.): metaph., ὕπνον . . ἐπὶ βλεφάροις β. Od.1.364; β. σκότον ὄμμασι E.Ph.1535(lyr.); β. λύπην τινί S.Ph.67.    b of persons, β. τινὰ ἐν κονίῃσιν, ἐν δαπέδῳ, Il.8.156, Od. 22.188; γῆς ἔξω β. S.OT622; β. τινὰ ἄθαπτον Id.Aj.1333; ἄτιμον Id.Ph.1028:—Pass., ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος AP5.164 (Mel.); βεβλημένος on a sick-bed, Ev.Matt.8.14: then metaph., ἐς κακὸν β. τινά Od. 12.221; ὅς με μετ' . . ἔριδας καὶ νείκεα β. Il.2.376; β. τινὰ ἐς ἔχθραν, ἐς φόβον, A.Pr.390, E.Tr.1058; also ἐν αἰτίᾳ or αἰτίᾳ β. τινά, S.OT657, Tr.940 (but in E.Tr.305 β. αἰτίαν ἔς τινα) ; κινδύνῳ β. τινά A.Th. 1053.    3 let fall, ἑτέρωσε κάρη βάλεν Il.8.306, cf. 23.697; β. ἀπὸ δάκρυ παρειῶν Od.4.198, cf. 114; κατὰ βλεφάρων β. δάκρυα Thgn. 1206; κατ' ὄσσων E.Hipp.1396; αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδῳ β. A.Fr. 183; β. τοὺς ὀδόντας cast, shed them, Arist.HA501b2, etc.; so βάλλειν alone, ib.576a4; βοῦς βεβληκώς SIG958.7 (Ceos).    4 of the eyes, ἑτέρωσε βάλ' ὄμματα cast them, Od.16.179; ὄμματα πρὸς γῆν E.Ion 582; πρόσωπον εἰς γῆν Id.Or.958: intr., ὀφθαλμὸς πρὸς τὸ φῶς βαλών aiming at... Plot.2.4.5; βαλὼν πρὸς αὐτό directing one's gaze at... Id.3.8.10.    5 of animals, push forward or in front, τοὺς σοὺς [ἵππους] πρόσθε βαλών Il.23.572; πλήθει πρόσθε βαλόντες (sc. ἵππους) ib.639; βάλλε κάτωθε τὰ μοσχία Theoc.4.44: metaph., β. ψυχὰν ποτὶ κέρδεα BionFr.5.12.    6 in a looser sense, put, place, with or without a notion of haste, τὼ μὲν . . βαλέτην ἐν χερσὶν ἑταίρων Il.5.574, cf. 17.40, 21.104; μῆλα . . ἐν νηΐ β. Od.9.470; ἐπὶ γᾶν ἴχνος ποδὸς β. E.Rh.721 (lyr.); φάσγανον ἐπ' αὐχένος β. Id.Or.51; τοὺς δακτύλους εἰς τὰ ὦτα Ev.Marc.7.33; β. πλίνθους lay bricks, Edict.Diocl.7.15; pour, οἶνον εἰς ἀσκούς Ev.Matt.9.17; εἰς πίθον Arr.Epict.4.13.12, cf. Dsc.1.71.5 (v.l. for ἐμβ.): metaph., ἐν στήθεσσι μένος βάλε ποιμένι λαῶν Il.5.513; ὅπως . . φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν may put friendship between them, 4.16; μαντεύσομαι ὡς ἐνὶ θυμῷ ἀθάνατοι βάλλουσι Od.1.201; ἐν καρδίᾳ β. Pi.O.13.16; but also θυμῷ, ἐς θυμὸν β., lay to heart, A.Pr.706, S.OT975.    b esp. of putting round, ἀμφ' ὀχέεσσι θοῶς βάλε καμπύλα κύκλα Il.5.722; of clothes or arms, ἀμφὶ δ' Ἀθήνη ὤμοις . . βάλ' αἰγίδα 18.204; put on, φαιὰ ἱμάτια Plb. 30.4.5.    c place money on deposit, ἀργύριον τοῖς τραπεζίταις Ev.Matt.25.27.    d pay, PLond.3.1177 (ii A. D.), POxy.1448.5 (iv A. D.).    7 of dice, throw, τρὶς ἓξ βαλεῖν A.Ag.33, cf. Pl.Lg.968e; ἄλλα βλήματ' ἐν κύβοις βαλεῖν E.Supp.330: so prob. ψῆφος βαλοῦσα, abs., by its throw, A.Eu.751: metaph., εὖ or καλῶς βάλλειν to be lucky, successful, Phld.lr.p.51 W., Rh.1.10 S.    III intr., fall, ποταμὸς Μινυήϊος εἰς ἅλα βάλλων Il.11.722, cf. A.R.2.744, etc.; ἄνεμος κατ' αὐτῆς (sc. νεώς) ἔβαλε Act.Ap.27.14; [ἵππους] περὶ τέρμα βαλούσας having run round the post, Il.23.462; ἐγὼ δὲ . . τάχ' ἐν πέδῳ βαλῶ (sc. ἐμαυτήν) A.Ag.1172 (lyr.); λίμνηθεν ὅτ' εἰς ἁλὸς οἶδμα βάλητε arrive at... A.R.4.1579; εἴσω β. enter a river's mouth, Orac. ap.D.S.8.23; βαλὼν κάθευδε lie down and sleep, Arr.Epict.2.20.10; τί οὖν, οὐ ῥέγκω βαλών; ib.4.10.29; βαλὼν ἐπὶ τῆς στιβάδος ἐπεχείρει καθεύδειν Anon. ap. POxy.1368.51; cf. A. 11.4.    2 in familiar language, βάλλ' ἐς κόρακας away with you! be hanged! Ar.V.835, etc.; βάλλ' ἐς μακαρίαν Pl.Hp.Ma.293a, cf. Men.Epit.389.    B Med., put for oneself, ὡς ἐνὶ θυμῷ βάλλεαι that thou may'st lay it to heart, Il.20.196, cf. Od.12.218; σὺ δ' ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν Hes.Op.107; εἰ μὲν δὴ νόστον γε μετὰ φρεσὶ . . βάλλεαι Il.9.435; ἐς θυμὸν βαλέσθαι τι Hdt.1.84, etc.; εἰς or ἐπὶ νοῦν, εἰς μνήμην, Plu.Thes. 24, Jul.Or.2.58a, etc. (v. supr. A.11.6); ἐπ' ἑωυτῶν βαλόμενοι on their own responsibility, Hdt.4.160, cf. 3.71, al.; ἑτέρως ἐβάλοντο θεοί, v. l. for ἐβόλοντο in Od.1.234; θεοὶ δ' ἑτέρωσε βάλοντο Q.S.1.610.    2 τόξα or ξίφος ἀμφ' ὤμοισιν βάλλεσθαι throw about one's shoulder, Il.10.333, 19.372, etc.; ἐπὶ κάρα στέφη β. E.IA1513(lyr.).    3 ἐς γαστέρα βάλλεσθαι γόνον conceive, Hdt.3.28.    4 lay as foundation, κρηπῖδα βαλέσθαι Pi.P.7.3, cf. 4.138, Luc.Hipp.4; also, lay the foundations of, begin to form, οἰκοδομίας Pl.Lg.779b; χάρακα Plb.3.105.10, Poll. 8.161; simply, build, ἱερὸν περί τι Philostr.VA4.13; β. ἄγκυραν cast anchor, Hdt.9.74, etc.; καθάπερ ἐξ ἀγκυρῶν βαλλόμενος ψυχῆς δεσμούς Pl.Ti.73d.    II rarely, χρόα βάλλεσθαι λουτροῖς dash oneself with water, bathe, h.Cer.50 (but λουτρὰ ἐπὶ χροῒ βαλεῖν E.Or.303). (Arc. -δέλλω in ἐσ-δέλλοντες, = ἐκ-βάλλοντες, IG5(2).6.49: ζέλλειν· βάλλειν, Hsch. Root g[uglide]el- 'throw', Skt.galati 'trickle', OHG. quellan 'spurt up', Lith. gulēti 'lie'.)