εὐκαμπής
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English (LSJ)
ές, (κάμπτω)
A well-bent or curved, δρέπανον Od.18.368; κληῗδ' εὐκαμπέα 21.6; χαλάσασ' εὐκαμπέα τόξα h.Hom.27.12; ἄροτρον, ἅρπη, Max. 458, A.R.3.1388; εὐκαμπὴς τὰ κέρατα Luc.DMar.15.2; τὸ εὐ. τῶν μελῶν Id.Im.14. II flexible, φλοιός Thphr.HP3.10.4; κλάδοι Str. 15.1.20; κατασκευάζειν τὸ κέρας εὐ. Plu.Sull.17; of timber, Orib.9.19.2 (Comp.); πῦον slippery, Aret.SD1.10. (εὐκαμπὲς ἄγκιστρον AP6.4 (Leon.) is corrupt: εὐκᾰπές (κάπτω) easily swallowed, Salm.)