προμετωπίδιος
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
ον,
A before or on the forehead, τρίχες Ph.2.479, cf. Ael.NA14.26; π. τοῖχος in front, J.AJ15.11.5. II Subst. προμετωπίδιον, τό, skin of the forehead, προμετωπίδια ἵππων ἐκδεδαρμένα Hdt.7.70. 2 frontpiece, frontlet, esp. for horses, X.An.1.8.7, Cyr.6.4.1 (but chest-piece, Arr.Tact.4.1, 34.8); also στέφανος χρυσοῦς . . ἔχων π. prob. in IG22.1652.7. 3 skull of an ox, Thphr. Char.21.7; π. βοῶν Chron.Lind.C.110 (pl.).