εὔθυμος
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
ον,
A kind, generous, ἄναξ Od.14.63. II cheerful, Democr.174, X.Cyr.6.4.13 (Comp.), Pl.Lg.792b; συμπόσια εὔ. Ion Eleg.1.14; φέρειν γῆρας εὔ. εἰς τελευτάν Pi.O.5.22; of horses, spirited, X.Eq.11.12 (Sup.); τὸ εὔ., = εὐθυμία, Plu.2.1106c, D.C.42.1. Adv. -μως cheerfully, Batr.159, A.Ag. 1592: Comp. -ότερον X.Cyr.2.2.27: Sup. -ότατα ib.3.3.12.