καιροσέων
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
(καῖρος)
A close-woven, only in gen. pl. fem., καιροσέων ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον Od.7.107. (Archaic spelling of καιρουσσέων (trisyll.), Ion. gen. pl. of καιρόεις, like Τειχιόσης for Τειχιούσσης in SIG3d (Milet., vi B.C.).)