ὑπόδικος
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
ον, (δίκη)
A brought to trial or liable to be tried, Lex ap. Lys.10.9, Pl.Lg.954a, al., PHal.1.72, al. (iii B. C.); οὐχ ὑ. [ἐστι] τὰ εἰκότα not liable to action, Arist.Rh.1376a22; τινος for a thing, ὑ. γενέσθαι χερῶν A.Eu.260 (lyr.); ἀνδραποδισμοῦ Pl.Lg.879a; οὐδενὸς τούτων And.4.31; τῆς κακώσεως Is.8.32 (ἐπίδ- codd.); φόνου D.54.25; τοῦ βλάβους PHal.1.101 (iii B. C.): with the person injured in dat., ὑ. τῷ παθόντι Lex ap.D.21.10; ὑ. τῷ ἐθέλοντι τιμωρεῖν γιγνέσθω Pl.Lg. 871b; τῶν διπλασίων ὑ. ἔστω τῷ βλαφθέντι let him be liable to forfeit twice the amount to the person damaged, ib.846b (but ὑ. ποτὶ διπλοῦν IG5(1).1390.78 (Andania, i B. C.)); ὑ. ἀσεβείας γιγνέσθω τῷ ἐθέλοντι Pl.Lg.868d; ἵνα ὑ. γένηται πᾶς ὁ κόσμος τῷ θεῷ Ep.Rom.3.19.