ἐπιχέω
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
fut. -χέω, 2sg. ἐπιχεῖς Ar.Pax169 : aor. 1 ἐπέχεα; Ep. aor. I ἐπέχευα, inf. ἐπιχεῦαι (v. infr.):—
A pour over, χέρνιβα δ' ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε..νίψασθαι Od.1.136, etc.; in full, χερσὶν ὕδωρ ἐπιχεῦαι Il.24.303 ; χερσὶ δ' ἐφ' ὕδωρ χευάντων Od.4.213, etc.; also οἴνῳ ἐπιχεῖν ὕδωρ X.Oec.17.9. 2 metaph., τοῖσι δ' ἐφ' ὕπνον ἔχευε Il. 24.445 ; Τρῶες δ' ἐπὶ δούρατ' ἔχευαν 5.618 ; ἀνέμων ἐπ' ἀϋτμένα χεῦε Od. 3.289 ; θρῆνον pour a lament over one, Pi.I.8(7).64 (tm.); ὀδμήν A.R. 2.191 (tm.); βλασφημιῶν ἐ. (gen. partit.) Luc.JTr.35. 3 of solids, heap up, θανόντι χυτὴν ἐπὶ γαῖαν ἔχευαν Od.3.258, cf. Il.23.256 ; ἐπὶ σῆμ' ἔχεεν 6.419:—Med., ὕπερθ' ἐπὶ σῆμα χέεσθαι A.R.3.205. II pour in, ἀπαντλοῦντα καὶ ἐ. Pl.R.407d; ἓν ἀγαθὸν ἐπιχέασα, τρί' ἐπαντλεῖ κακά Diph.107 codd. Stob.; fill a cup, Ναννοῦς καὶ Λύδης ἐπίχει δύο AP12.168 (Posidipp.). B Med., pour or throw over oneself, χύσιν δ' ἐπεχεύατο φύλλων Od.5.487 ; κατακλιθεὶς ἐπιχείσθω τὴν πέριξ ἄμμον Antyll. ap. Orib.10.8.4 ; ἐπεχεύατο πήχεε παιδί she threw her arms round the boy, A.R. 1.268 ; but πολλὴν ἐπεχεύατο ὕλην for himself, Od.5.257. 2 pour itself over, Q.S.14.604. 3 anoint oneself, ἀπὸ δείπνου Test.Epict. 4.22. II have poured out for one to drink, ἐ. ἄκρατόν τινος drink it to any one's health or honour, esp. of lovers' toasts, Theoc.14.18, cf. Antiph.81.2 codd.Ath.; ἔρωτος ἀκράτω (gen. partit.) ἐπεχεῖτο Theoc.2.152 ; also simply ἐπιχεῖσθαί τινος Phylarch.31J. C Pass., to be poured over, ἰλύος ἐπιχυθείσης X.Oec.17.12 : metaph., τοῖς Ἑλληνικοῖς ὀνόμασι τῶν Ἰταλικῶν ἐπικεχυμένων Plu.Rom. 15. 2 metaph., of a crowd, stream on or in pursuit, ἐπέχυντο (Ep. aor. 2 Pass.) Il.15.654 ; ἀνὰ νῆας 16.295 ; so, come like a stream over, τοῖσι ἐναντίοισι ἐπιχυθέντας..μῦς ἀρουραίους Hdt.2.141 ; τοσούτων μοι πραγμάτων ἐπικεχυμένων Theopomp.Hist.217c. 3 to be poured in as an addition, τοῦ νῦν ἐπικεχυμένου λόγου, of the discussion, that has now been started, Pl.Plt.302c ; ὁ νυνδὴ λόγος ἡμῖν ἐπιχυθείς Id.Lg.793b. II to be drowned in, ἰχθῦς νάπυϊ ἐπικεχυμένους Luc.Asin.47.