γόος
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ὁ,
A weeping, wailing, σχέθε δ' ὄσσε γόοιο Od.4.758; also of louder signs of grief, ib.103; ἐρικλάγκταν γόον Pi.P.12.21; ἀρίδακρυς γ., πολύδακρυς γ., A.Pers.949 (lyr.), Ch.449 (lyr.); γόους δακρύειν S. Aj.579; οἰκτρᾶς γ. ὄρνιθος, of the nightingale, ib.629 (lyr.); γ. τινός grief for one, Q.S.3.644; so γόους πρὸς αὐτὴν [τούτων] θησόμεσθ', ἃ πάσχομεν for our sufferings, E.Or.1121: in late Prose, LXX 3 Ma.1.18 (pl.), al.