σωριτικός
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
ή, όν,
A of the nature of the σωρίτης, σ. ἀπορία S.E.P.3.80 (σωρικὴ ἀπορία in M.1.68,80 may be f.l.), Gal.18(2).254. Adv. -κῶς S.E.M.9.182.