σωριτικός
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
English (LSJ)
σωριτική, σωριτικόν, of the nature of the σωρίτης, σ. ἀπορία S.E.P.3.80 (σωρικὴ ἀπορία in M.1.68,80 may be f.l.), Gal.18(2).254. Adv. σωριτικῶς S.E.M.9.182.
German (Pape)
[Seite 1060] in Form eines Häufelschlusses, ἀπορία S. Emp. pyrrh. 3, 80; auch adv., ἐρωτᾶν, adv. phys. 1, 182.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
βλ. σωρειτικός.