προφέρω
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
English (LSJ)
Ep. and Ion. impf. προφέρεσκον, Q.S.4.275, IG14.1747.6 (Rome): fut. προοίσω: aor. 1 προήνεγκα: aor. 2
A προήνεγκον Th.5.17: Hom.only pres.; 3sg.pres.subj.προφέρῃσι Il.9.323:—bring before or to one, present, ὡς ὄρνις . . νεοσσοῖσι προφέρῃσι μάστακα Il. l.c.; νέκυν Ἀχιλλῆϊ 17.121; μάντεις σφάγια προὔφερον Th.6.69; προενέγκας τὴν ἐπιστολήν BGU1141.11 (i B.C.), cf. PTeb.291.43 (ii A.D.), etc. 2 of words, σφιν ὀνείδεα π. cast reproaches in their teeth, Il.2.251; π. τινί throw in one's teeth, bring forward, allege, esp. in the way of reproach or objection, μή μοι δῶρ' ἐρατὰ πρόφερε χρυσέης Ἀφροδίτης 3.64, cf. Hdt.1.3, 8.61, 125, Isoc.4.100; π. τοὔνομα τοῦθ' ὡς ὄνειδος D.21.190; δικαιώσεις ἀλλήλοις Th.5.17: abs., reproach (folld. by words quoted), Hdt.3.120:—also in Med., τὴν ἐν Δωδώνῃ ἀσέβειαν Plb.5.11.2; εἶναι βασιλικὴν γῆν PTeb.81.17 (ii B.C.), cf. PAmh.2.30.7 (ii B.C.), etc. 3 utter, μῦθον E.Med.189 (anap.):—Med., ζῷα ἀνθρωπίνας π. φωνάς S.E. P.1.73, cf. 15, Jul.Or.7.218c. b π. Αἴγιναν πάτραν proclaim it as their country, Pi.I.5(4).43; π. εἰς μέσον or εἰς τὸ μ. publish, Pl.Lg. 812c, 936a:—Med., ὁπόσσω κα προφέρηται for whatever sum [the priest] lays down, Berl.Sitzb.1927.169 (Cyrene). 4 bring forward, cite, μὴ π. τὴν τότε γενομένην ξυνωμοσίαν Th.3.64, cf. 5.26 (Pass.), Pl. Sph.259d; προφέρων Ἄρτεμιν putting forward her authority, A.Ag. 201 (lyr.); π. τὰς ἐπονειδίστους τῶν ἡδονῶν citing by way of example, Arist.EN1173b21, cf. Pol.1288a20:—also in Med., Pl.Phlb.57a, X. Oec.14.6; ἀναμνήσεως χάριν π. Plb.4.66.10; αὐτοῦ -ομένου τὴν περὶ τὸ σῶμα γεγενημένην ἀσθένειαν pleading .., OGI244.10 (Daphne, ii B.C.); cite, Plu.Lyc.21; recite, ποιήματα D.S.14.109, cf. 16.92; ἀριθμοὺς τῶν ἀρχαίων ποιητᾶν SIG703.7, cf. 660.3 (Delph., ii B.C.). 5 of an oracle, propose as a task, τοῖσι Θηραίοισι προέφερε ἡ Πυθίη τὴν ἐς Λιβύην ἀποικίην Hdt.4.151; ἡ Πυθίη προφέρει σφι, τὰς Ἀθήνας ἐλευθεροῦν Id.5.63:—Pass., δόμοισι προὐνεχθέντος ἐν χρηστηρίοις (gen. abs.) it having been commanded to do so, A.Ag.964. II bring forward, display, π. κρατερὸν μένος Il.10.479; σπουδήν LXX Si.Prol.22; ἔριδα π. show, i.e. engage in, rivalry, Od.6.92; ἀντιώσεσθαι πόλεμον προφέρων Hdt.7.9.γ:—Med., ξεινοδόκῳ ἔριδα προφέρεσθαι challenge one's host to rivalry, Od.8.210, cf. Il.3.7. 2 bring out, ἐντεῦθεν ὥσπερ ἐκ ταμιείου π. Isoc.1.44; ἤνοιξα τὸν τόπον τῶν οἰναρίων καὶ προενήνεχα (sic) οἴνου κεράμια νά POxy.1288.12 (iv A.D.); ἠξίωσαν προενεχθῆναι αὐτὸν ἀπὸ τοῦ δεσμωτηρίου that he should be produced .., BGU 1024 vii 4 (iv A.D.). III carry off, sweep away, of a storm, Il.6.346, Od.20.64; of death, π. σώματα τέκνων E.Med.1111 (anap.). IV put or move forward, πόδα Id.Tr.1332 (lyr.); carry forward, pass on, σκυταλίδα Aen.Tact.22.27: hence, promote, further, ἠώς τοι προφέρει μὲν ὁδοῦ, π. δὲ καὶ ἔργου furthers one on the road and in the work, Hes.Op.579: without gen., AP9.344 (Leon. Alex.); μέγα π. εἴς τι conduce, help to wards gaining an object, Th.1.93; μεγάλη τύχη πρὸς πάντα π. D.C.78.38:—Pass., move forward, προενεχθέντος τοῦ σώματος Arist.IA711a29. 2 intr., surpass, excel another, δόξας ἔργα πολὺ προφέρει Simon.161, cf. Theoc.12.5: c. dat. rei, εἴρια καλλονῇ τε προφέροντα καὶ ἀρετῇ τῶν ἀπὸ τῶν ὀΐων (tree) wool surpassing sheep's wool in beauty and goodness, Hdt.3.106; πλούτῳ καὶ εἴδεϊ προφέρων Ἀθηναίων Id.6.127; ἡ Νάξος εὐδαιμονίῃ τῶν νήσων π. Id.5.28; π. εἰς εὐτυχίαν τινῶν E.Med.1092 (anap.): abs., ἐν πάντα νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ π. Pi.P.2.86; πλούτῳ καὶ ἐξουσία, εὐψυχία, Th.1.123, 2.89, cf. Q.S.4.275; ἔν τινι D.C.77.11. V bring forth children, IG14.1747.6 (Rome). VI carry before, λύχνον τινί D.C. 39.31:—Pass., τὸ ῥόπαλον προεφέρετο αὐτοῦ Id.72.17.