πορίζω
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
Att. fut.
A ποριῶ Ar.Eq.1079, 1101, Th.6.29, etc., late πορίσω Artem.2.68: aor. ἐπόρισα Pl.Lg.966e: pf. πεπόρικα Id.Phlb.30d:— Med., fut. Att. ποριοῦμαι D.35.41: aor.ἐπορισάμην Ar.Ra.880, etc.: —Pass., fut. πορισθήσομαι Th.6.37.94: aor. ἐπορίσθην ib.37, etc., Dor. -ίχθην Lysis ap.Iamb.VP 17.75: pf. πεπόρισμαι Isoc.15.278, D. 44.3 (in med. sense, Lys.29.7, Aeschin.3.209, Philem.123): plpf. ἐπεπόριστο Th.6.29: (πόρος):—rarely, like πορεύω, carry, bring, σὲ θεὸς ἐπόρισεν ἁμέτερα πρὸς μέλαθρα (prob. for ἐπῶρσεν, ἔπορσεν) S.El. 1267(lyr.). II bring about, furnish, provide, κακά τινι Hom. Epigr. 14.10; νίκην, χρήματα, etc., Ar.Eq.593, Ec.236, Democr.78, IG22.834.14, etc.; ἀρχὴν πολέμου Ar.Fr.81; τροφὴν τοῖς στρατιώταις Isoc.12.82; τοῖς μαθηταῖς δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν Pl.Phdr.275a: abs., θεῶν ποριζόντων καλῶς E.Med.879: freq. with a notion of contriving or inventing, μηχανὰν κακῶν, πόρους, Id.Alc.222 (lyr.), Ar.Eq. 759, etc.; τοῖσι φιλτάτοις τέχνας E.IA745; π. τριβάς Ar.Ach.386; διαβολήν Th.6.29; σωτηρίαν τῷ γένει Pl.Prt.321b; τῇ ζητήσει ἀπόκρισιν Id.Phlb. 30d, etc.:—Med., furnish oneself with, procure, ῥήματα Ar.Ra.880; δαπάνην, χρήματα, ὅπλα, Th.1.83, 142, 4.9; τὰς ἡδονάς, τἀγαθά, τἀπιτήδεια, etc., Pl.Grg.501b, La.199e, Ax.368b, etc.; μηχανήν Id.Smp.191b; τὰ δεῖπνα Alex.257.2; καινὰ ῥήματα Philem.l.c.; φῶς ποθέν Pl.R. 427d; ἐκ τῶν ἀλλοτρίων π. τὸν βίον Isoc.12.116; also π. μάρτυρας Lys. 29.7; πρόφασιν Id.8.3; λόγους περὶ ἀδίκων πραγμάτων D.35.41; αἰτίας χρηστὰς ἐπὶ πράγμασι φαύλοις Plu.2.868d: sts. also πορίζεσθαί τι ἑαυτοῖς X.HG5.1.17, Pl.Smp.208e; σημεῖα πεπορίσθαι to have acquired the signs, i.e. know them, Hp.Medic. 14; also, have provided for one, receive, Men.Prot.p.16D.:—Pass., to be provided, τὰ τῆς παρασκευῆς ἐπεπόριστο Th.6.29; ῥᾳδίως αἱ ἐπαγωγαὶ . . ἐπορίζοντο inducements were easily provided, Id.3.82; δύναμις ἐκ θεῶν π. Pl.R. 364b; πίστεις ὑπὸ τοῦ λόγου πεπορισμέναι Isoc. 15.278, cf. Arist.Rh.1356a1; τὸ γηροβοσκοὺς κεκτῆσθαι τοῖς ἀνθρώποις πορίζεται X.Oec.7.19; πράξεις πρὸς τὰ φύ χη καὶ τὰς ἀλέας πεπορισμέναι behaviour adapted to . ., Arist.HA596b22, cf. PA665b3. 2 Act. in med. sense, find money, raise a loan, PCair.Zen.477.16(iii B.C.); obtain, προστάγματα εἰς τὸ τιμωρηθῆναι αὐτούς PMich.Zen.57.9 (iii B.C.); earn, τὸ ζῆν ἀπὸ τῆς γερδιακῆς PLond.3.846.11 (ii A.D.):—Pass., ἀπ' ἄλλων συντόμως σοι πορισθὲν ἀποδοθήσεται (sc. τὸ ἀργύριον) PMich.Zen. 56.8 (iii B.C.). III Math., find something, opp. proving it (as in a theorem) and constructing it (as in a problem), Papp.650.22, al.; cf. πόρισμα 11.