ἱστορέω
πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
English (LSJ)
(ἵστωρ)
A inquire into or about a thing, τι Hdt.2.113, A. Pr.632, etc.; περί τινος Plb.3.48.12; also, inquire about a person, τινα S.OT1150, 1156; ὅδ' εἴμ' Ὀρέστης . . ὃν ἱστορεῖς E.Or.380, cf. Tr.261: folld. by relat. clause, Αἴγισθον ἔνθ' ᾤκηκεν ἱστορῶ S.El. 1101. 2 examine, observe, χώραν, πόλιν, Plu.Thes.30, Pomp.40, cf. J.AJ1.11.4; τὴν τοῦ Μέμνονος [σύριγγα] OGI694.7; τὴν σύνεσίν τινος Plu.Cic.2, etc.; τινὰς ἀπολουμένους Gal.11.109: hence, to be informed about, know, κακῶς τὸ μέλλον ἱστορῶν A.Pers.454; πατέρα ἱστορεῖς καλῶς Id.Eu.455, cf. Hp.Praec.12: metaph., εἴ τις ἀκτὶς ἡλίου νιν ἱστορεῖ βλέποντα has news of him, A.Ag.676: folld. by relat., τὴν πορείαν ἱστορῶν, ὡς δυσδίοδος ὑπάρχει Plb.3.61.3; read in history, Id.1.63.7. 2 c. acc. pers., inquire of, ask, ἱστορέων αὐτοὺς ἥντινα δύναμιν ἔχει ὁ Νεῖλος Hdt.2.19, cf. 3.77; inquire of an oracle, E.Ion 1547; visit a person for the purpose of inquiry, Κηφᾶν Ep.Gal.1.18:— Pass., to be questioned, κληθέντας ἱστορέεσθαι εἰ . . Hdt.1.24; ἱστορούμενος S.Tr.415, E.Hel.1371. b c. dupl.acc., inquire of one about a thing, τί μ' ἱστορεῖς τόδε Id.Ph.621, cf. Lyc.1. 4 abs., inquire, ἀκοῆ ἱ. Hdt.2.29, etc.; esp. in part., ἱστορέων εὕρισκε Id.1.56, etc.; οὔθ' ὁρῶν οὔθ' ἱστορῶν S.OT1484; folld. by a relat. word, ἱστόρεόν τε ὅτεῳ τρόπῳ περιγένοιτο Hdt.1.122. II give an account of what one has learnt, record, τοὺς βίους τῶν χερσαίων Thphr.HP4.13.1, cf. Luc. Hist.Conscr.7, etc.; ἱστοροῦσί τινες . . it is stated that . ., Dsc.4.75, etc.:—freq. in Pass., ὁ καρπὸς . . ἐπιλημπτικοὺς ἱστορεῖται ὠφελεῖν Id.1.83; περί τινος ἱστορεῖται διότι Phld.Mus.p.18K.; ἱστορεῖται περὶ Γοργοῦς τοιοῦτον Plu.2.227e, cf. Id.Cic.1, Ael.Tact.34.3, etc.; Ἀπολλόδωρος εἴρηκεν ἀπελθόντας Ὕαντας ἱστορεῖσθαι are represented as having gone, Str.10.3.4; τῶν ἱστορουμένων οὐδενὸς ἧττον πολυπράγμων the most in dustrious person on record, Phld.Mus.p.108K.
German (Pape)
[Seite 1271] (ἵστωρ), durch eigene Anschauung oder Nachfrage erfahren, durch die Sinne wahrnehmen, erforschen, in Erfahrung bringen; τὴν τῆσδε πρῶτον ἱστορήσωμεν νόσον Aesch. Prom. 635; οὔθ' ὁρῶν οὔθ' ἱστορῶν Soph. O. R. 1484; εἴ τι χρῄζεις ἱστορεῖν Tr. 396, öfter; wissen, κακῶς τὸ μέλλον Aesch. Pers. 446; Eum. 433; fragen, τόλμησον εἰπεῖν ὅ σ' ἱστορῶ Soph. Tr. 403; πρὸς τί δ' ἱστορεῖς; 417; εἴμ' Ὀρέστης ὃν ἱστορεῖς, nach dem du fragst, Eur. Or. 380; τίν' ἱστορεῖς; Troad. 262; ἱστοροῦντί μοι σημήνατε Andr. 1047; sp. D., wie Lycophr. 1 ἅ μ' ἱστορεῖς, Schol. ἀνερωτᾷς; – ἱστορέων εὕρισκε, nachforschend fand er, Her. 1, 56; ἱστορέων ὅτῳ τρόπῳ περιγένοιτο 1, 222, vgl. 2, 34. 6, 192; τινά, Jem. befragen, 2, 19. 3, 77; ἀκοῇ ἱστορέων 2, 29; auch einmal im med., 1, 24; περί τινος, Pol. 3, 48, 12 u. Sp.; ἱστορῆσαι τὴν χώραν, das Land besehen, bereisen u. erforschen, Plut. Thes. 30; Pomp. 40; – erzählen, was man erfahren od. erforscht hat, erwähnen, τὸν παῖδ' ἔδωκας τῷδ' ὃν οὗτος ἱστορεῖ Soph. O. R. 1156, πρὸς τί τοῦτο τοὔπος ἱστορεῖς 1144, in späterer Prosa üblicher; – als Kundiger, Wohlunterrichteter ein Zeugniß für eine Sache ablegen, daß sie sich so verhalte.