φαυλεπίφαυλος
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ον,
A bad upon bad, bad as bad can be, AP11.238 (Sup., Demod.).
German (Pape)
[Seite 1259] schlecht über schlecht, d. i. sehr, ganz schlecht, im superl. Demodoc. 3 (XI, 238).