ἀποδιδράσκω
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
Ion. ἀποδιδρήσκω, fut. -δράσομαι, Ion. -δρήσομαι: pf.
A -δέδρᾱκα Men.Sam.143, Phld.Rh.1.199 S.: aor. ἀπέδραν, Ion. -έδρην, opt. ἀποδραίην Thgn.927, imper. ἀπόδρᾱθι Ph.1.90, inf. ἀποδρᾶναι, Ion. -δρῆναι, part. ἀποδράς—the only form found in Hom.; the other tenses in Hdt., etc., pf. part. ἀποδεδρακότες X.An.6.4.8:—run away, escape or flee from, esp. by stealth, Hom. (never in Il.), ἐκ νηὸς ἀποδράς Od.16.65; νηὸς ἀ. 17.516; ἀ. ἐκ τῆς Σάμου Hdt.3.148; ἐς Σάμον 4.43; ἐπὶ θάλασσαν 6.2; ἀποδρᾶσα ᾤχετο And.1.125, cf. 4.17, Ar.Ec.196, Pl.Tht.203d; of runaway slaves, X.An.1.4.8 (ἀποδρᾶναι τὸ ἀναχωρήσαντά τινα εὔδηλον εἶναι ὅπου ἐστίν, ἀποφεύγειν δὲ τὸ μὴ δύνασθαι ἐπιληφθῆναι Ammon.p.19 V.); σώματα ἀποδράντα IG22.584; of soldiers, desert, X.An.5.6.34; ἀποδιδράσκοντα μὴ δύνασθαι ἀποδρᾶναι attempting to escape not to be able to escape, Pl.Prt.317a, cf. 310c. 2 c. acc., flee, shun, Hdt.2.182, Ar.Pax234, etc.; ἀπέδρασαν αὐτόν Th.1.128; evade, τὸν νόμον Arist.Pol.1270b35; οὐκ ἀπέδρα τὴν στρατείαν D.21.165; ὅτε . . τὸ σὸν ὄμμ' ἀπέδραν (poet. for ἀπέδρασαν) S.Aj.167.—Rare in Trag. (Cf. Skt. δρᾱτι 'run'.)