μεταμέλει
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
impf. μετέμελε: fut. -μελήσει: aor. μετεμέλησε: (μέλω): I impers., it repents me, rues me:—Constr.: 1 c. dat. pers. et gen. rei, ὑμῖν μεταμελησάτω τῶν πεπραγμένων Lys.30.30, cf. Pl.Phdr.231a, X.Cyr.8.3.32. 2 more freq. c. dat. rei in part. agreeing with the dat. pers., μετεμέλησέ οἱ τὸν Ἑλλήσποντον μαστιγώσαντι it repented him of having scourged it, Hdt.7.54, cf. 1.130, 3.140, Antipho 5.91; οὔτε μοι μεταμέλει οὕτως ἀπολογησαμένῳ I do not regret having thus defended myself, Pl.Ap.38e; also μ. μοι ὅτι . . X.Cyr.5.3.6. 3 abs., μ. τινί it repents one, Ar.Pl.358, Antipho 5.94, Lys.16.2: also without a dat., ξυνέβη ὑμῖν πεισθῆναι μὲν ἀκεραίοις μεταμέλειν δὲ κακουμένοις to repent when in distress, Th.2.61; μεταλαμβάνειν ταὐτὰ καὶ μεταμέλειν ἐν ταῖς πράξεσιν Pl.Prt.356d. 4 part. neut. μεταμέλον abs., since it repented him, τῶν ἀνηλωμένων αὐτοῖς μ. Isoc. 18.60, cf. Pl.Phd.114a. II seldom with nom., cause repentance or sorrow, τῷ Ἀρίστωνι τὸ εἰρημένον μετέμελε Hdt.6.63; τοῖσι . . ἡγεομένοισι τὰ πεπρηγμένα μετέμελε οὐδέν Id.9.1; ὡς αὐτοῖσι μεταμέλῃ πόνος A.Eu.771 (nowh. else in Trag.); οἶμαι δέ σοι ταῦτα μεταμελήσειν Ar.Nu.1114.—Cf. μεταμέλομαι.